-
1 καθ-υπέρτερος
καθ-υπέρτερος, α, ον, der darüber befindliche, obere, höhere, u. übertr., überlegen, ἔστι ϑεοῖς ἔτ' ἰσχὺς καϑυπερτέρα Aesch. Spt. 208; κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγεγόνεσαν Her. 1, 67; 7, 233; δοκοῠντες τῇ παρούσῃ εὐτυχίᾳ καϑυπέρτεροι γενήσεσϑαι Thuc. 5, 14; Xen. Mem. 4, 6, 14 u. Sp., wie Plut. Pericl. 6. – Her. 4, 199 hat auch einen superl. ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский